στημορραγοῦσι

στημορραγοῦσι
στημορραγέω
to be torn to shreds
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric)
στημορραγέω
to be torn to shreds
pres ind act 3rd pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στημορραγώ — έω, Α (αμτβ.) σχίζομαι σε κομμάτια, γίνομαι κουρέλι («λακίδες ἀμφὶ σώματι στημορραγοῡσι... ἐσθημάτων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στήμων, ονος (η μορφή στημο του πρώτου συνθετικού κατά τα θεματικά ουσ.) + ρραγῶ (< ρραγής < θ. ραγ τού ῥήγνυμι) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”